- Πολλά Νερά
- Ημιορεινός οκισμός (υψόμ. 150 μ.), στην πρώην επαρχία Νάουσας, του νομού Hμαθίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Βοιωτίας, νομός — Νομός (3.211 τ. χλμ., 131.085 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στα Β συνορεύει με τον νομό Φθιώτιδος, ΒΔ με τον νομό Φωκίδος, ΒΑ με τον νομό Ευβοίας (που κατέχει ένα μικρό τμήμα της Βοιωτίας στη δυτική ακτή του Ευρίπου, το οποίο αποτελεί… … Dictionary of Greek
κατάρρυτος — η, ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, ον) αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω 2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά 3.… … Dictionary of Greek
Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… … Dictionary of Greek
Τασκένδη — Πόλη (2.073.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν και της ομώνυμης επαρχίας (15.600 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε υψόμ. 457 μ. στον ποταμό Τσιρτσίκ, παραπόταμο του Σιρ Νταριά, σε μια μεγάλη και εύφορη όαση με πολλα νερά. Η πόλη οφείλει… … Dictionary of Greek
κατακλυσμιαίος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατακλυσμό, αυτός που έχει σχέση με την εποχή τού μεγάλου κατακλυσμού («κατακλυσμιαία ζώα») 2. (για βροχή) ο πολύ ραγδαίος και συνεχής, αυτός που φέρνει πολλά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλυσμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ … Dictionary of Greek
Αισύμη — I Αρχαία πόλη της Ηδωνίδας (Μακεδονία) στις εκβολές του Στρυμόνα, αποικία των Θασίων, με ζωηρή εμπορική κίνηση. Είναι γνωστότερη ως Οισύμη (βλ. λ.). II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 325 μ., 289 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού… … Dictionary of Greek
ανθοσκόπος — Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των αιγιθαλιδών ή παριδών. Έχει μήκος περίπου 12 εκ., από τα οποία τα 5 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Ζει στην Ευρώπη και στην κεντρική και νότια Ασία, σε περιοχές με πολλά νερά, και τρέφεται με έντομα και… … Dictionary of Greek
Ατροπατηνή — Αρχαία ελληνική ονομασία του Ατροπατεγιάν, του σημερινού Αζερμπαϊτζάν, όταν ήταν τμήμα της βορειοδυτικής Μηδίας και αποτελούσε σατραπεία. Ονομάστηκε Α. από τον Πέρση σατράπη Ατροπάτη, στον οποίο παραχωρήθηκε μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου,… … Dictionary of Greek
Ερύμανθος ή Ωλονός — Όρος (2.224 μ.) που εκτείνεται με τη μορφή οροσειράς στα όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Μακρόστενο και με πολλές κορυφές, έχει κατεύθυνση νοτιοδυτική και η ψηλότερη κορυφή του βρίσκεται στο έδαφος του νομού Αχαΐας. Προς τα Α δημιουργεί… … Dictionary of Greek